- ιαλύσια
- ἰαλύσια, τὰ (Α)νομίσματα τής Ιαλυσού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ιαλυσός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἰαλυσίᾳ — Ἰαλυσίᾱͅ , Ἰαλυσία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)